κνημοῦμαι

κνημοῦμαι
κνημόω
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κνημώ — κνημῶ, όω (Α) 1. περικαλύπτω 2. παθ. (κατά τον Ησύχ.) κνημοῡμαι, όομαι φθείρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει προταθεί σύνδεση με το κνημός, η οποία παρουσιάζει όμως σοβαρά σημασιολογικά προβλήματα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”